ηλεκτρική σκούπα

ηλεκτρική σκούπα
правоcмукалка

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκούπα — η, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τού φυτού Sorghum scoparium τού γένους σόργο, αλλ. σκουπόχορτο 2. εργαλείο ή συσκευή για την απομάκρυνση τής σκόνης και τών απορριμμάτων, το σάρωθρο 3. φρ. α) «ηλεκτρική σκούπα» τεχνολ. οικιακή ηλεκτρική συσκευή που… …   Dictionary of Greek

  • σκούπα — η (λ. λατ.) 1. είδος φυτού. 2. μέσο με το οποίο σκουπίζουμε: Αγόρασε μια ηλεκτρική σκούπα για τη γυναίκα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον ηλεκτρισμό: Ηλεκτρικό ρεύμα. – Ηλεκτρική εγκατάσταση. – Ηλεκτρική εκκένωση. 2. αυτός που λειτουργεί με ηλεκτρισμό: Ηλεκτρικός σιδηρόδρομος. – Ηλεκτρική καρέκλα. – Ηλεκτρική σκούπα. 3. το αρσ. ως ουσ., ηλεκτρικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάρωθρο — το / σάρωτρον, ΝΜ η σκούπα νεοελλ. φρ. α) «ηλεκτρικό σάρωθρο» απορροφητήρας, ηλεκτρική σκούπα β) «μηχανικό σάρωθρο» τεχνολ. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών οδοστρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρῶ( ώνω) + επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”